ἀκορύφωτος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ον, A not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.