ἀλόγητος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ον, A gloss on ἀλόγιστος, Sch.E.Or.1156.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόγητος: -ον, παραβλεπόμενος, περιφρονούμενος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1156.
Spanish (DGE)
-ον
insensato ἐπεὶ οὐκ ἂν οὕτως ... ἀλόγητοι <εἴ>ητε UPZ 110.205 (II a.C.), cf. Sch.E.Or.1156.
Greek Monolingual
ἀλόγητος, -ον (Μ) ἀλογῶ
αλογάριαστος, περιφρονημένος.