ἀναγαργάριστον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A gargle, Hp.Morb.2.26.
German (Pape)
[Seite 182] τό, sc. φάρμακον, Gurgelwasser, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγαργάριστον: καὶ -λικτον, τό, φάρμακον διὰ γαργάραν Ἱππ. 569. 53, κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, τό gargarismo ἀ. ... ποιέειν Hp.Morb.2.26.