ἀνεπιμώμητος
English (LSJ)
ον, A = ἀυώμητος, Sch.Od.13.42:—also ἀνεπί-μωμος, ον, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιμώμητος: -ον, = ἀμώμητος, ἀνεπίληπτος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 42: - ὡσαύτως ἀνεπίμωμος, ον, Φώτ. ΙΙΙ. 372Α. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμώμως Φωτ. Ἀμφιλόχ. σ. 191, ἔκδ. Σ. Κ. Οἰκ.