ἄκοιτις

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́κοιτῐς Medium diacritics: ἄκοιτις Low diacritics: άκοιτις Capitals: ΑΚΟΙΤΙΣ
Transliteration A: ákoitis Transliteration B: akoitis Transliteration C: akoitis Beta Code: a)/koitis

English (LSJ)

ᾰ̓κοίτῐος, ἡ, ᾰ̓κοίτῐες, αἱ, bedfellow, wife, consort, spouse; fem. of ἀκοίτης.

Spanish (DGE)

ἀκοίτιος, ἡ
• Morfología: [ac. sg. prob. graf. ἀκοιτην Dioscorus 21.14, 22.19 (pap.; pero tb. interpr. como ac. sg. de un neologismo *ἀκοίτη); ac. plu. ἀκοίτῑς Od.10.7]
compañera de lecho, esposa c. un matiz afectivo frente a ἄλοχος: γήμαντα μνηστὴν ἄλοχον ἐϊκυῖαν ἄκοιτιν Il.9.399, cf. 3.138, Od.13.42, Hes.Th.410, 608, Op.800, Fr.14.5, IG 4.301 (Corinto, arc.), Sapph.58.22, B.5.169, Thgn.187, Pi.P.2.34, N.1.71, A.Pers.684, E.Alc.201, Theoc.17.39, A.R.3.38, 1.974, Nonn.D.31.212, Dioscorus ll.cc.
• Etimología: Comp. de ἀ- < *sm̥- y la raíz de κεῖμαι. La falta de aspiración se debe probablemente a analogía c. ἄλοχος.

German (Pape)

[Seite 75] ἀκοίτιος, ἠ, Gattin, fem. zu ἀκοίτης, Plat. Crat. 405 c = ὁμόκοιτις, Apoll. lex. Hom. 19, 29 ἄκοιτις ὁμόκοιτις, γυνὴ κατὰ νόμους; Hom. oft acc. ἄκοιτιν, nom. ἄκοιτις Iliad. 3, 138. 447. 6, 350 Od. 11, 452, accus. plur. ἀκοίτις (aus ἀκοίτιας) Od. 10, 7; – auch bei den folgd. Dichtern häufig; – die Geliebte Philod. 17 (V, 4).

French (Bailly abrégé)

ἀκοίτιος (ἡ) :
épouse ; ἄκοιτιν ἄγεσθαι IL, ἄκοιτιν ποιεῖσθαι OD, ἄκοιτιν τίθεσθαι OD emmener, prendre pour épouse ; ἄκοιτιν ποιεῖν τινι IL donner pour épouse à qqn.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Slater)

ᾰκοιτις wife Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (P. 2.34) (Ἡρακλέα) δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (N. 1.71) ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (i. e. Θέτιν.) (N. 5.36)

Russian (Dvoretsky)

ἄκοιτις: ἀκοίτιος ἡ
1 жена, супруга Hom., Pind., Trag.;
2 возлюбленная (Anth. - v.l. κοίτη).