ἀνεξάλλακτος
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ον, A unchangeable, Procl. in Ti.1.238D., Id.in Prm.p.599S.
German (Pape)
[Seite 223] unveränderlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 175.
Spanish (DGE)
-ον
inmutable, inalterable τὸ αἰώνιον Procl.in Ti.1.238.16, ἡ πρόνοια Procl.in Prm.772.15.
Greek Monolingual
ἀνεξάλλακτος, -ον (AM)
αμετάβλητος.