ἀντεπίρρημα

Revision as of 19:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A counter-ἐπίρρημα, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
antepirremaparte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.

Greek Monolingual

ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).