ἀντιμετάδοσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A mutual contribution, Dam.Pr.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμετάδοσις: -εως, ἡ, ἀμοιβαία μετάδοσις, ἀνταλλαγή, Εὐστ. Πονημάτ. 50. 63.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ intercambio τῶν ... στοιχείων Dam.Pr.17.
Greek Monolingual
ἀντιμετάδοσις, η (Μ)
αμοιβαία μετάδοση, ανταλλαγή.