ἀνοικονόμητος

Revision as of 19:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A not set in order, unarranged, Macho ap.Ath.8.341b, Longin.33.5. II Act., managing badly, Plu.2.517e, v.l. in Gell.12.12.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικονόμητος: -ον, ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ὁ μὴ ἐν τάξει, ἄτακτος, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341Β, Λογγῖν. 33. 5: - οὐσιαστ. -νομησία, ἡ κακὴ διοίκησις, ἀταξία, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui administre mal.
Étymologie: ἀ, οἰκονομέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas desordenado εἴ τί σοι ἀνοικονόμητόν ἐστι Macho 73, τὸ ... τῆς δημηγορίας ἀ. Heraclid.Pont.174.35, cf. Longin.33, δημηγορίας ἀ. Ast.Am.Hom.5.7.1D.
2 de pers. que administra mal ἄνθρωπος Plu.2.517e.
II adv. -ως antieconómicamente ἀναλίσκων ... ἀ. Chrys.M.60.337.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνοικονόμητος, -ον)
αβόλευτος, ατακτοποίητος
νεοελλ.
ειρων.
1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του
2. ενοχλητικός, άπληστος
αρχ.
αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικονόμητος: плохо ведущий хозяйство (ἄνθρωπος Plut.).