ἀντιποίησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A laying claim to, τινός D.H.11.30, cf. S.E.M.6.27, PLond.2.251.25 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 259] ἡ, Aneignung, Anmaßung, Dion. H. σώματος, vindiciae, 11, 30 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιποίησις: -εως, ἡ, τὸ ἀντιποιεῖσθαί τινος, τὸ ἐγείρειν ἀξιώσεις ἐπί τινος, τὴν τοῦ σώματος αντιποίησιν Διον. Ἁλ. 11. 30. ΙΙ. σπουδή, ἄσκησις εἰς πρᾶγμά τι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 27.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
reclamación τοῦ σώματος D.H.11.30, cf. S.E.M.6.27, PLond.251.25 (IV d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιποίησις: εως ἡ занятие, деятельность Sext.