ἀπαιτητικός

From LSJ
Revision as of 19:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιτητικός Medium diacritics: ἀπαιτητικός Low diacritics: απαιτητικός Capitals: ΑΠΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apaitētikós Transliteration B: apaitētikos Transliteration C: apaititikos Beta Code: a)paithtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A requiring: -κόν, τό, state of need, Gal. 1.205.

German (Pape)

[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo Gal.1.205.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀπαιτητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις.