ἐλεγξῖνος
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ὁ, A wrangler, pun on the name of the philosopher Alexinus, D.L.2.109.
German (Pape)
[Seite 793] ὁ, Tadler, komisches Beiwort des Alexinos, D. L. 2, 109.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγξῖνος: ὁ, ὁ ἐλέγχων, ὁ φιλονικῶν, ἐπίθετον κατὰ παραγραμματισμόν, ἐκφραστικὸν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ φιλοσόφου Ἀλεξίνου, ἐν Διογ. Λ. 2. 109.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγξῖνος: ὁ шутл. (по созвучию с Ἀλεξῖνος) порицатель или обличитель (прозвище софиста Алексина) Diog. L.