ἐναποικοδομέω
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
A enclose by a wall, τινά Polyaen.8.51.
German (Pape)
[Seite 828] darin verbauen, einmauern, Polyaen. 8, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποικοδομέω: περικλείω τινὰ διὰ τοίχου, καὶ τὸν προδότην (Παυσανίαν) ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Πολύαιν. 8. 51.
Spanish (DGE)
emparedar τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Polyaen.8.51.