ἐπιπροέηκα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ἐπιπρο-έμεν, A v. ἐπιπροΐημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροέηκα: ἐπιπροέμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέηκα: Επικ. αντί -προῆκα, αόρ. αʹ του ἐπιπροΐημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροέηκα: pf. к ἐπιπροΐημι.