ἐρασίμολπος

Revision as of 09:58, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A delighting in song, of Thalia, Pi.O.14.15.

German (Pape)

[Seite 1017] gesangliebend, Thalia, Pind. Ol. 14, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰσίμολπος: -ον, ὁ τερπόμενος εἰς τὰς μολπάς, τὰ ᾄσματα. περὶ τῆς Θαλείας, Πινδ. Ο. 14. 22.

English (Slater)

ἐρᾰςῐμολπος, -ον
   1 loving song Θαλία τε ἐρασίμολπε (O. 14.16)

Greek Monolingual

ἐρασίμολπος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τη μολπή, το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος < έραμαι + μολπή (< μέλπω «τραγουδώ»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. μέλπ-].

Russian (Dvoretsky)

ἐρᾰσίμολπος: песнелюбивая (эпитет Талии) Pind.