ἐπωφέλεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A help, advantage, Democr.278.
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, die Hülfe, der Beistand, Nutzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφέλεια: ἡ ὠφέλεια, κέρδος, Δημόκρ. παρὰ Στράβ. 452. 22.
Greek Monolingual
ἐπωφέλεια, ἡ (Α)
πρόσθετη ωφέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωφέλεια: ἡ помощь, польза, полезность Democr.