Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Full diacritics: ἑρμᾰτικός | Medium diacritics: ἑρματικός | Low diacritics: ερματικός | Capitals: ΕΡΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: hermatikós | Transliteration B: hermatikos | Transliteration C: ermatikos | Beta Code: e(rmatiko/s |
ή, όν, A on a firm base, κράββατος PGen.68.10 (iv A. D.).
ἑρματικός, -ή, -ό (Α) έρμα
αυτός που στέκεται σε στερεή βάση, στερεός, βέβαιος, ασφαλής.