ἡμίζως
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
A half-alive, Hdn.Epim. 239.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίζως: Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 239.
Greek Monolingual
ἡμίζως, ὁ (Α)
ἡμίζωος, μισοζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό-ζως, δί-ζως].