ὀρύκτης
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
ου, ὁ, A digger, Aesop.99. II ploughshare (cf. ὄρυξ I) or implement for digging, Str.7.4.6,15.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρύκτης: -ου, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαφεύς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F, Αἴσωπ. ΙΙ. ἄροτρον (πρβλ. ὄρυξ Ι.), ἢ ἡ δι’ αὐτοῦ ἀνοιγομένη αὔλαξ, Στράβ. 692· ἴδε Xylander ἐν τόπῳ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρύκτης: ου или ὀρυκτῆς, οῦ ὁ землекоп Aesop.