ὀρνεόβρωτος
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ον, A eaten by birds, Suid. s.v. οἰωνόβρωτος.
German (Pape)
[Seite 382] von Vögeln gefressen, Suid., Erkl. von οἰωνόβρωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων καταβρωθείς, Ἰω. Χρυσ., Σουΐδ. ἐν λ. οἰωνόβρωτος.
Greek Monolingual
ὀρνεόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό-βρωτος].