ὅλωσις
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
εως, ἡ, A totalization, integration, Theol.Ar.59, Dam.Pr. 155.
German (Pape)
[Seite 328] ἡ, das Ganzmachen, Theol. Arith. p. 59.
Greek (Liddell-Scott)
ὅλωσις: ἡ, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ὁλόω, τὸ ποιεῖν τι ὅλον, ἀκέραιον, συμπλήρωσις, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 59.