ὑδρίον
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
τό, Dim. of ὑδρία, Hp.Hum.11, acc. to Gal.19.148 (sed leg. ὑδρήϊον; ὑδρίειον cod.A Hp.). 2 cistern, reservoir, BGU 117.5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1173] τό, dim. von ὕδωρ, 1) ein kleines Wasser, ein wenig Wasser. – 2) die Wasseruhr, Theon. ad Ptolem. – S. auch ὑδρεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὑδρία. Ἱππ. 49. 53, κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. καὶ Γαλην.· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον ὑδρήιον.