ὑπέρπτατο
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
A v. ὑπερπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπτᾰτο: ἴδε ἐν λέξ. ὑπερπέτομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. épq. ao.2 de ὑπερίπταμαι.
Greek Monotonic
ὑπέρπτᾰτο: ποιητ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑπερ-πέταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπτατο: эп. 3 л. sing. aor. к ὑπερίπταμαι.