ὡριμάζω
English (LSJ)
(ὥριμος) A gloss on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.
(ὥριμος) A gloss on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.
ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.