ὕπαυλος

Revision as of 14:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (αὐλή) A under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, S.Aj.796.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαυλος: -ον, (αὐλὴ) ὁ ὑπὸ τὴν αὐλὴν ἢ ἐν τῇ αὐλῇ, μετά γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 796.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous l’abri de, gén..
Étymologie: ὑπό, αὐλή.

Greek Monotonic

ὕπαυλος: -ον (αὐλή), αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή, αύλειος, με γεν., σκηνῆς ὕπαυλος, υπό τη σκέπη της σκηνής, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαυλος: αὐλή находящийся под кровом: σκηνῆς ὕπαυλον εἴργειν τινά Soph. держать кого-л. в шатре.

Middle Liddell

ὕπ-αυλος, ον, αὐλή
under or in the court, c. gen., σκηνῆς ὕπαυλος under shelter of the tent, Soph.

English (Woodhouse)

under shelter