ὠκύμολος

Revision as of 14:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A quick-going, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].