ον, A quick-going, Suid.
ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.
-ον, Α(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].