ῥυσώδης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ες, A wrinkled-looking, AP5.75 (Rufin.), Dsc.5.79.
German (Pape)
[Seite 853] ες, runzelhaft, runzlig von Ansehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσώδης: -ες, (εἶδος) = ῥυτιδώδης, Ἀνθ. Π. 5. 76, 8.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α ῥυσός
ρυτιδωμένος, ζαρωμένος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσώδης: морщинистый, сморщенный (τὸ πρόσωπον Anth.).