ἄμπνευμα

Revision as of 16:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμπνευμα: ἀμπνοά, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu de repos.
Étymologie: ἀναπνέω.

English (Slater)

ἄμπνευμα
   1 breathing-place ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία v. Ἀλφεός (N. 1.1)

Spanish (DGE)

-ματος, τό lugar de respiro Pi.N.1.1.

Greek Monotonic

ἄμπνευμα: ἀμ-πνοά, ποιητ. αντί ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.