ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.
ἄμπνευμα: ἀμπνοά, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.
ατος (τό) :lieu de repos.Étymologie: ἀναπνέω.
ἄμπνευμα 1 breathing-place ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία v. Ἀλφεός (N. 1.1)
-ματος, τό lugar de respiro Pi.N.1.1.
ἄμπνευμα: ἀμ-πνοά, ποιητ. αντί ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.