ἡδυπορφύρα
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, a kind of πορφύρα, Arist.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1154] ἡ, eine Art Purpurschnecke, Ath. III, 88 b, aus Arist. H. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπορφύρα: ῠ, ἡ, εἶδος πορφύρας, θαλασσίου κογχυλίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 287.
Greek Monolingual
ἡδυπορφύρα, ἡ (Α)
είδος πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + πορφύρα.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠπορφύρα: (φῠ) ἡ пурпурная улитка Arst.