προσέψημα
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ατος, τό, late form for προσόψημα, Ph.1.542, Dem.Ophth. ap.Aët.7.33, Philum. ap. Orib.45.29.55.
German (Pape)
[Seite 764] τό, = προσόψημα, Schol. Ar. Vesp. 962, zw.; vgl. Lob. Phryn. p. 176.
Greek (Liddell-Scott)
προσέψημα: τό, μετεγεν. τύπος τοῦ προσόψημα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 176.