νάστης

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάστης Medium diacritics: νάστης Low diacritics: νάστης Capitals: ΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: nástēs Transliteration B: nastēs Transliteration C: nastis Beta Code: na/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, = ναστήρ (inhabitant), Hsch.

German (Pape)

[Seite 230] ὁ, Bewohner, Einwohner, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νάστης: -ου, ὁ, (ναίω), «οἰκιστής. καὶ κύριον ὄνομα» Ἡσύχ.· ναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ζωναρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

Greek Monolingual

νάστης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκιστὴς καἰ κύριον ὄνομα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νασ- του ρ. ναίω + κατάλ. -της (πρβλ. μετανάστης)].