ἀδίπλαστος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
= ἀδίπλαστος, ἀδίπλαστος, ἀδιπλασίαστος, ἀδίπλωτος (not doubled), Eust.763.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίπλαστος: καὶ ἀδίπλωτος, ον, = τῷ προηγ., Εὐστ.
Spanish (DGE)
-ον no geminado Eust.763.25.