πεταλουργός

From LSJ
Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετᾰλουργός Medium diacritics: πεταλουργός Low diacritics: πεταλουργός Capitals: ΠΕΤΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: petalourgós Transliteration B: petalourgos Transliteration C: petalourgos Beta Code: petalourgo/s

English (LSJ)

όν, = πεταλοποιός (making leaves of metal, goldbeater), Gloss.

German (Pape)

[Seite 604] = πεταλοποιός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰλουργός: -όν, = πεταλοποιός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα για τις οπλές τών ζώων έλξης και ιππασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ-ουργός].