φιλυβριστής
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = φίλυβρις (fond of wanton violence), AP 5.48 (Gall.).
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ, = φίλυβρις, Gall. 1 (V, 49).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλυβριστής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 49.
Greek Monolingual
-οῡ, ὁ, Α
φίλυβρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ὑβριστής.
Russian (Dvoretsky)
φιλυβριστής: οῦ ὁ оскорбитель, насильник Anth.