ἀνδραποδοκλόπος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ὁ, = ἀνδραποδοκλέπτης (slave-stealer), S. Fr. 1011.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ladrón de esclavos S.Fr.1011, cf. Phot.p.126R.