λιγύπνους

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].