Κυβεληγενής

From LSJ
Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυβεληγενής Medium diacritics: Κυβεληγενής Low diacritics: Κυβεληγενής Capitals: ΚΥΒΕΛΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kybelēgenḗs Transliteration B: Kybelēgenēs Transliteration C: Kyveligenis Beta Code: *kubelhgenh/s

English (LSJ)

v. Κυβέλη.

Greek Monolingual

Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].