εὐσωπία
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡσυχία, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1101] ἡ, erkl. Hesych. ἡσυχία.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσωπία: «(Δωριεῖς) ἡσυχία» Ἡσύχ.
Frisk Etymology German
εὐσωπία: {heusōpía}
Meaning: ἡσυχία H.
Etymology : Für *εὐσιωπία; vgl. σωπάω (Pi.) = σιωπάω. Nicht mit v. Blumenthal Hesychst. 36 zu lat. sōpiō.
Page 1,595