τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
Full diacritics: μεγαλάνωρ | Medium diacritics: μεγαλάνωρ | Low diacritics: μεγαλάνωρ | Capitals: ΜΕΓΑΛΑΝΩΡ |
Transliteration A: megalánōr | Transliteration B: megalanōr | Transliteration C: megalanor | Beta Code: megala/nwr |
Doric for μεγαλήνωρ.
dor. c. μεγαλήνωρ.
μεγᾰλᾱνωρ
1 proud σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.52) μεγαλάνορος Ἡσυχίας fr. 109. 2.
μεγαλάνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ.