παρτιθεῖ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
Epic for παρατιθεῖ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
παρτιθεῖ: эп. 3 л. sing. praes. к παρατίθημι.