ες, = ὀμβρηρός.
[Seite 329] ες, = ὀμβρηρός, Nic. Ther. 406.
ὀμβρήρης: -ες, = ὀμβρηρός, Νικ. Θηρ. 406.
ὀμβρήρης, -ες (Α)βρόχινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + -ήρης (< ἀραρίσκω «συναρτώ»), πρβλ. ποδ-ήρης.