ὀμβρήρης

Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ες, = ὀμβρηρός.

German (Pape)

[Seite 329] ες, = ὀμβρηρός, Nic. Ther. 406.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρήρης: -ες, = ὀμβρηρός, Νικ. Θηρ. 406.

Greek Monolingual

ὀμβρήρης, -ες (Α)
βρόχινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + -ήρης (< ἀραρίσκω «συναρτώ»), πρβλ. ποδ-ήρης.