Δαυχναφόριος

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δαυχναφόριος Medium diacritics: Δαυχναφόριος Low diacritics: Δαυχναφόριος Capitals: ΔΑΥΧΝΑΦΟΡΙΟΣ
Transliteration A: Dauchnaphórios Transliteration B: Dauchnaphorios Transliteration C: Dafchnaforios Beta Code: *dauxnafo/rios

English (LSJ)

ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber. Sächs. Ges. 1908.3; cf. Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG 9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.)

Greek Monolingual

Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].