ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Full diacritics: θεθμός | Medium diacritics: θεθμός | Low diacritics: θεθμός | Capitals: ΘΕΘΜΟΣ |
Transliteration A: thethmós | Transliteration B: thethmos | Transliteration C: thethmos | Beta Code: qeqmo/s |
ὁ, Doric, = θεσμός; and θεθτμός, Schwyzer 411 (Elis).
θεθμός: ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.
θεθμός, ό (Α)
δωρ. τ. του θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός με αφομοίωση].