μυότρωτος

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ον, (μῦς IV) hurt in the muscles, Dsc. 1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].