οἰστρόδονος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, = οἰστροδόνητος, A. Supp. 16 (anap).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρόδονος: ἴδε οἰστροδίνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδόνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρόδονος: Aesch. = οἰστροδόνητος.