ἰσθμαίνω
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: ἰσθμαίνω | Medium diacritics: ἰσθμαίνω | Low diacritics: ισθμαίνω | Capitals: ΙΣΘΜΑΙΝΩ |
Transliteration A: isthmaínō | Transliteration B: isthmainō | Transliteration C: isthmaino | Beta Code: i)sqmai/nw |
v. ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμαίνω, Id.).
[Seite 1263] = ἀσθμαίνω, ἀγωνιάω, πνευστιάω, Hesych.
ἰσθμαίνω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσθμαίνω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἀσθμαίνω και ἰσθμός].