κακόρρους

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόρροος.

Greek Monolingual

κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῡς < ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους, πολύ-ρρους].