-ουν, contr. for κακόρροος.
κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῡς < ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους, πολύ-ρρους].