κακόρρους

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακόρρους Medium diacritics: κακόρρους Low diacritics: κακόρρους Capitals: ΚΑΚΟΡΡΟΥΣ
Transliteration A: kakórrous Transliteration B: kakorrous Transliteration C: kakorrous Beta Code: kako/rrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόρροος.

Greek Monolingual

κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. βαθύρρους, πολύρρους].