γόης
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
ητος, ὁ,
A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Hipp.1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191. 2 juggler, cheat, δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν . . ὀνομάζων D.18.276; ἄπιστος γ. πονηρός Id.19.109; μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137: Comp. γοητότερος Ach.Tat.6.7 (s. v. l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)