εὐκατάληπτος

From LSJ
Revision as of 17:33, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάληπτος Medium diacritics: εὐκατάληπτος Low diacritics: ευκατάληπτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eukatálēptos Transliteration B: eukatalēptos Transliteration C: efkataliptos Beta Code: eu)kata/lhptos

English (LSJ)

ον, A easy to apprehend or recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc. II Adv. -τως, ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9. III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐκατάληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος
αρχ.
αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐκαταλήπτως (Α)
φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει»
(για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση της ροής του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-ληπτος (< κατα-λαμβάνω)].